λίπωμα

λίπωμα
το, -ατος
(ιατρ.), καλοήθης όγκος που αναπτύσσεται στο λιπώδη ιστό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λίπωμα — Καλοήθες νεόπλασμα που οφείλεται σε υπερπαραγωγή ώριμου λιπώδους ιστού· όταν συνυπάρχει και μη λιπώδης συνδετικός ιστός ονομάζεται ινολίπωμα. Συναντάται συχνά σε ενήλικους ανθρώπους και σπανιότερα σε κατοικίδια ζώα. Μπορεί να περιβάλλεται από… …   Dictionary of Greek

  • λίπος — το (AM λίπος, ους) ουσία ζωικής ή φυτικής προέλευσης, μη πτητική, αδιάλυτη στο νερό, ελαιώδης ή γλοιώδης στην αφή, κν. πάχος (α. «φυτικό λίπος» β. «ζωικό λίπος» γ. «λίπος ἐλαίας», Σοφ.) νεοελλ. 1. (ανατ. φυσιολ.) το σύνολο ή μέρος τού λιπώδους… …   Dictionary of Greek

  • λιπωμάτωση — η ιατρ. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση στον υποδόριο ιστό μεγάλου αριθμού λιπωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipomatosis < νεολατ. lipomatosis (< λίπωμα)] …   Dictionary of Greek

  • χελώνι — το, Ν [χελώνη] (κν. ονομ.) 1. χοιράδωση, διογκωμένος αδένας τού λαιμού 2. εξογκωμένο λίπωμα στο κεφάλι 3. στον πληθ. τα χελώνια διογκωμένοι αδένες τού λαιμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”